Πλήθος ερωτημάτων που συνδέονται άμεσα με το μέλλον της Αριστεράς λείπουν από τις
επίκαιρες συζητήσεις, μεταξύ τους και το (κατ εμέ θεμελιώδες) θέμα της ανεργίας.
Μια αριστερή προσέγγιση για τη λύση του κοινωνικού αυτού προβλήματος θα πρέπει να
απορρέει από την αλληλεγγύη σαν βασική της αρχή. Η ανεργία υποσκάπτει την αλληλεγγύη,
επιφέροντας ανισότητα και αντιζηλία μεταξύ των εργαζομένων, με στόχο την μετατροπή
μισθών σε κέρδη, εν ανάγκη με αύξηση της εντατικότητας και της διάρκειας (σε ώρες ή έτη)
εργασίας.
Φυσικά, οι σκέψεις αυτές δεν είναι καθόλου πρωτότυπες: Ήδη στην Γερμανία του 19ου αιώνα
ηγέρθη το αίτημα για κατάργηση της δουλοπαροικίας – από πλευράς των τότε
πρωτοεμφανιζόμενων βιομηχάνων, εννοείται. Επίσης, στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο
(1861-65), κοινωνικοί παράγοντες στις βόρειες Πολιτείες είχαν αντιληφθεί ότι η
βιομηχανοποίηση επέτρεπε την εκμετάλλευση εργατικού δυναμικού χωρίς την αναγκαιότητα
συντήρησης σκλάβων εφ όρου ζωής. Χαρακτηρίζοντας τους εκδιωχθέντες και στρατευθέντες
Αφροαμερικάνους σαν «απελευθερωμένους», έκαναν μια προσφορά, που οι
ταλαιπωρημένοι ενδιαφερόμενοι μόνο να αποδεχτούν μπορούσαν.
Κατάλοιπα της προϊστορίας αυτής διακρίνει κανείς και σήμερα, όταν στην σύναψη σχέσης
εργασίας ρυθμίζεται, ποιός απ τους δύο συμβαλλόμενους (ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος)
είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την καταλληλότητά του, ποιός λογοδοτεί σε ποιόν, ποιός
εκδίδει πιστοποιητικά για τον άλλο, ποιός αποφασίζει για την διάθεση του προϊόντος και του
κέρδους κ.ο.κ.. Ο παραλογισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του, όταν πωλούνται μεσιτικά,
δικηγορικά ή αρχιτεκτονικά γραφεία, που χωρίς το προσωπικό τους δεν έχουν απολύτως
καμία αξία, χωρίς να πληροφορηθούν καν οι εκεί εργαζόμενοι: Παρά την «απελευθέρωσή»
τους, οι σκλάβοι παραμένουν υποτελείς.
Όταν στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα η θηριωδία του καπιταλισμού έφτασε να προβάλλει
έως και ετυμηγορίες του είδους «θανάτωση δια εργασίας» στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως
για τους Krupp, Thyssen, IG Farben κ.ά., η μεταπολεμική κοινωνία φάνηκε να κατάλαβε κάτι.
Στις 10/12/1948 η Ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε την Οικουμενική Διακήρυξη
των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [1], το άρθρο 23 της οποίας ορίζει: «Καθένας έχει το
δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το επάγγελμά του (…) και να προστατεύεται
από την ανεργία.» Η Διακήρυξη έχει έκτοτε δεσμευτικό χαρακτήρα για όλα τα κράτη-μέλη.
Την κατάργηση (όχι απλώς μείωση) της ανεργίας θα μπορούσε να φανταστεί κανείς όπως
την επιβολή της υποχρεωτικής φοίτησης παιδιών στο σχολείο: Ο πολίτης που δεν έχει δικό
του επιτήδευμα απευθύνεται σε κρατικό φορέα, ο οποίος ερευνά πού απασχολείται
προσωπικό με τα προσόντα του, ή αν η εκμάθηση και άσκηση άλλου επαγγέλματος θα
συνέβαλλε καλύτερα στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών. Ο μισθός του θα πρέπει να
καταβάλλεται, κατ αναλογίαν, απ όσους (εργοδότες) δηλώνουν απασχόληση προσωπικού,
συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου. Στην αποφυγή μιας διόγκωσης του δημόσιου
τομέα θα συνέβαλλε η ίδρυση επιχειρήσεων, που τα (μη εμπορεύσιμα) μερίδιά τους να
ανήκουν σ όλους τους πολίτες. [2]
Η πολιτεία θα είχε ποικίλες δυνατότητες για την κερδοφόρο εκμετάλλευση του υπάρχοντος
δυναμικού. Αν «περίσσευαν» π.χ. νοσοκόμοι ή γυμνασιακοί καθηγητές, θα μπορούσε να
προσφερθεί κατ οίκον βοήθεια (θεραπευτική ή σχολική, αντιστοίχως), να μειωθούν οι ώρες
εργασίας όλων, να δημιουργηθούν επιμορφωτικά προγράμματα για αλλαγή προς
Συνέπεια • Ανατροπή πολιτικού κατεστημένου Άνεργη, ανενεργή Δημοκρατία παραπλήσια επαγγέλματα και για διοχέτευση σε προγράμματα έρευνας ή ανάπτυξης νέων προϊόντων, να επιχειρηθεί «εκμίσθωση» σε ξένες χώρες (εκτός έδρας) κ.ο.κ..
Το οικονομικό κόστος της ύστερης αυτής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα ήταν
μηδενικό έως αρνητικό: Μεγάλο μέρος των κοινωνικών δαπανών (που θα αφορούσαν πλέον
μόνο όσους αδυνατούν να εργαστούν) θα εξέλειπε, ενώ νέα προϊόντα (π.χ. έρευνας), νέες
υπηρεσίες (ιδιαίτερα μαθήματα) και υψηλότερο επίπεδο ζωής (με μειωμένο χρόνο εργασίας)
θα προέκυπταν. Ακόμα και μια ενδεχόμενη μείωση των μισθών (καθότι ένα αυξημένο εθνικό
προϊόν θα μοιραζόταν σε περισσότερους εργαζόμενους) θα θεωρούνταν θεμιτό αντάλλαγμα
για την εγγύηση απασχόλησης και κίνητρο για περαιτέρω αύξηση του εθνικού προϊόντος. Η
λαθραία απασχόληση θα έχανε ένα κύριο κίνητρό της. Προ πάντων όμως, θα σταματούσε η
γιγαντιαία σπατάλη ανθρώπινου δυναμικού και η εγκληματική ματαίωση ανθρωπίνων
ονείρων.
Και μια άλλη αλλαγή θα επερχόταν: Οι δυνατότητες για εργοδοτικές αυθαιρεσίες υπό την
απειλή της απόλυσης θα έτειναν στο μηδέν. Το ερώτημα είναι βέβαια, ποιό κόμμα θα
επεδίωκε μια τέτοια καινοτομία, που σίγουρα δεν αποτελεί εργοδοτικό αίτημα.
________________________
[1] Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα:
http://www.ohchr.org/EN/UDHR/Documents/UDHR_Translations/grk.pdf
[2] Βλ. αντίστοιχο άρθρο του ιδίου
________________________
Ο γράφων ζει απ το 1971 στην Γερμανία, όπου, μετά από σπουδές Ηλεκτρολογίας
Κοινωνιολογίας και Οικονομικών, παρέμεινε στον τεχνικό κλάδο και εργάστηκε ως το 2019
σαν καθηγητής Πληροφορικής στις Ανώτατες Σχολές του Γκίσσεν (Giessen). Υπήρξε
ιδρυτικό μέλος του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke), στο οποίο δεν προσχώρησε για
λόγους που σκιαγραφεί το κείμενο. Διατέλεσε ανεξάρτητος τοπικός υποψήφιος για την
γερμανική Βουλή (2005) και Δημοτικός Σύμβουλος στην παράταξη της Αριστεράς (2006-
2010). Παρόμοια τοποθέτησή του δημοσιεύτηκε το 2011 στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ